φιλοβασιλικός

Revision as of 12:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. ο θιασώτης του βασιλικού θεσμού, βασιλόφρονας («φιλοβασιλική οικογένεια»)
2. αυτός που γίνεται ως έκφραση αγάπης προς έναν βασιλιά («φιλοβασιλική συγκέντρωση»).
-ή, -όν, Α φυλοβασιλεύς
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυλοβασιλέα («φυλοβασιλικὰ χρήματα», επιγρ.).