ψέγος

Revision as of 12:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

English (LSJ)

τάφος, Hsch.: cf. ἐπιψέγω.

Greek (Liddell-Scott)

ψέγος: τό, ὁ ψόγος, Wagner carm. gr. med. aevi 155. - Τὴν σήμερον ἔχομεν ἐν χρήσει τὸ ὑποκορ. ψεγάδι, Συναγωγὴ λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

(I)
το, ΝΜ ψέγω
μομφή, επίκριση.
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τάφος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για διαλ. τ. της λ. στέγος με σημ. «τάφος»].