Μάρων

Revision as of 09:50, 13 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "*" to "*")

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ, name of Thracian priest who gave wine to Odysseus, Od.9.197: hence, of a strong wine, Cratin. 135, E.Cyc. 412; perh. also a throw of the dice, cf. Herod.3.25.    II μάρων, ονος, ὁ, ἡ, = λευκόψαρος, ὄνοι Hippiatr.14.

Greek (Liddell-Scott)

Μάρων: -ωνος, ὁ δυνατός τις οἶνος, Κρατῖν. παρὰ Πολυδ. ϛʹ, 26, πρβλ. Ὀδ. Ι. 197, Κλέαρχ. 1.

English (Autenrieth)

son of Euanthes, priest of Apollo in Ismarus, Od. 9.197†.

Greek Monolingual

Μάρων, -ωνος, ὁ (Α)
1. όνομα ιερέα από τη Θράκη ο οποίος έδωσε κρασί στον Οδυσσέα
2. (μετωνυμικά) ονομασία ενός είδους δυνατού κρασιού
3. (ως προσηγορικό) μάρων
πιθ. ονομασία τρόπου ρίψης τών ζαριών.