ελαιοπαραγωγός

Revision as of 11:10, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που παράγει λάδι ή ελιές
2. το αρσ. ως ουσ. ο ελαιοπαραγωγός
κτηματίας που ασχολείται με παραγωγή και πώληση λαδιού.