ελαιοπαραγωγός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που παράγει λάδι ή ελιές
2. το αρσ. ως ουσ. ο ελαιοπαραγωγός
κτηματίας που ασχολείται με παραγωγή και πώληση λαδιού.
-ή, -ό
1. αυτός που παράγει λάδι ή ελιές
2. το αρσ. ως ουσ. ο ελαιοπαραγωγός
κτηματίας που ασχολείται με παραγωγή και πώληση λαδιού.