ανακαθιστός

Revision as of 11:12, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό ανακαθίζω
1. ανακαθισμένος, πλαγιαστός με το κορμί όρθιο και τα πόδια απλωμένα
2. ως ουσ. ο ανακαθιστός
χορός με δύο χορευτές αντιμέτωπους που ανακαθίζουν.