κορμί

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308

Greek Monolingual

το (ΑM κορμίον, Μ και κορμί και κορμίν)
σώμα, κυρίως ανθρώπινο, αλλά και ζώου
νεοελλ.
ο κορμός του σώματος ανθρώπου ή και ζώου
2. παράστημα, κορμοστασιά
3. άνθρωπος, άτομο, πρόσωπο, ανθρώπινη υπόσταση (α. «από τα λόγια τα 'μορφα κορμί μεγάλον είναι», Ερωτόκρ.
β. «πέσανε πολλά κορμιά στη μάχη»)
4. φρ. «χαμένο κορμί» — άνθρωπος μηδαμινός, ανάξιος, χωρίς υπόληψη
νεοελλ.-μσν.
πτώμα, νεκρό σώμα, σορός («σήκωσαν τα κορμιά από τη γη»)
μσν.
1. ο κορμός ή το σώμα του πουκάμισου
2. φρ. α) με την αντων. μου, σου, του) «το κορμί μου», «το κορμί σου» κ.λπ.
εγώ ο ίδιος, η ύπαρξή μου, σου, του κ.λπ. («ο άλλος σύντροφος να βάλει το κορμίν του και τα έργατά του», Ασσίζ.)
β) (με την πρόθ. με) «με το κορμί μου» — αυτοπροσώπως
μσν.-αρχ.
μικρός κορμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορμός + υποκορ. κατάλ. -ί(ον)].