πλαγιαστός

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν πλαγιάζω
1. ο γερμένος προς τα πλάγια, λοξός, γυρτός
2. (για πρόσ.) ξαπλωμένος
3. (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) πλαγιαστά
με πλάγια κλίση, λοξά, πλαγίως.