ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
-ή, -ό, Ν πλαγιάζω1. ο γερμένος προς τα πλάγια, λοξός, γυρτός2. (για πρόσ.) ξαπλωμένος3. (η αιτ. πληθ. του ουδ. ως επίρρ.) πλαγιαστάμε πλάγια κλίση, λοξά, πλαγίως.