υπολογιστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπολογισμό ή στον υπολογιστή
2. το αρσ. ως ουσ. ο υπολογιστικός
μτφ. (για πρόσ.) ιδιοτελής, υστερόβουλος
3. φρ. «υπολογιστική μηχανή» — ο υπολογιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπολογιστής. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1875 στο περιοδικό Όμηρος].