ιδιοτελής

From LSJ

δέξαι μ' ἐς τὸ σὸν τόδε στέγος → receive me into the urn containing his ashes, receive me into this mansion of yours

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που αποβλέπει στο δικό του συμφέρον, σε προσωπικά ωφελήματα, ο συμφεροντολόγος.
επίρρ...
ιδιοτελώς
συμφεροντολογικά, με ιδιοτέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -τελής (< τέλος), πρβλ. ημιτελής, λυσιτελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στην εφημερίδα Αθηνά].