σχισματικός
German (Pape)
[Seite 1056] die Spaltung, die Trennung betreffend, dazu gehörig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σχισμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σχίσμα, Κυπριαν. Ἐπιστ. 71, 1, Εὐσέβ. ΙΙ, 105, 7C, Ἀθαν. Ι, 268, κλπ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σχισματικός, -ή, -όν, ΝΜ σχίσμα, -ατος]
1. εκκλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχίσμα («σχισματική έριδα»)
2. εκκλ. αυτός που έχει αποσχιστεί από το σώμα της Εκκλησίας για τη δημιουργία ιδιαίτερης θρησκευτικής κοινότητας, η οποία συνεπάγεται την επίσημη εκκλησιαστική καταδίκη με συνοδική απόφαση
3. το αρσ. ως ουσ. ο σχισματικός
αυτός που υποστηρίζει το σχίσμα τών Εκκλησιών.