-ές (Α ἀκροφανὴς)νεοελλ.(το θηλ. ως ουσ. στη Ναυτ. ορολογία) η ακροφανήςη ακτή που μόλις διαφαίνεται στο βάθος του ορίζοντααρχ.αυτός που μόλις διακρίνεται στην άκρη ή στην κορυφή του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + -φανὴς < ἐφάνην, φαίνομαι].