ὑδροκηλικός

Revision as of 11:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

English (LSJ)

ή, όν,

   A suffering from hydrocele, Heliod. ap. Orib.50.49.2, Gal.14.788.    II for curing hydrocele, Paul.Aeg.6.62.

German (Pape)

[Seite 1174] ή, όν, mit einem Wasserhodenbruch behaftet, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροκηλικός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐξ ὑδροκήλης, Γαλην. 2. 396C, πρβλ. Plin A. H. 30. 8. II. ὁ ἁρμόζων εἰς θεραπείαν τῆς ὑδροκήλης, Παῦλ. Αἰγιν. 6. 62.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑδροκηλικός, -ή, -όν, ΝΜΑ υδροκήλη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδροκήλη
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο υδροκηλικός, η υδροκηλική
αυτός που πάσχει από υδροκήλη
μσν.-αρχ.
ο κατάλληλος για τη θεραπεία της υδροκήλης.