Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
και λουβίδι, το1. ο λοβός, η σποροθήκη τών οσπρίων και άλλων καρπών2. στον πληθ. τα λουβιάτα αμπελοφάσουλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λοβίον, με κώφωση του -ο- (< λόβιον < λοβός «κέλυφος τών οσπρίων»)].