λόβιον
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
τό, Dim. of λοβός 1.1, Gal.14.701; of λοβός 1.2, Hsch.
II fruit of the σμῖλαξ, Dsc.2.146.
German (Pape)
[Seite 55] τό, dim. zum Folgdn, bei Hesych. τὸ ἄκρον τοῦ ἥπατος. Bei Diosc. von einer Hülsenfrucht.
Greek (Liddell-Scott)
λόβιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λοβός Ι. 2, «τὸ ἄκρον τοῦ ἥπατος» Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ καρπὸς τῆς κηπαίας σμίλακος, «ὑπ’ ἐνίων δὲ ἀσπάραγος καλεῖται» Διοσκ. 2. 176.