πιστοποιητικός

Revision as of 12:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό / πιστοποιητικός, -ή, -όν, ΝΑ πιστοποιώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πιστοποίηση ή αυτός που πιστοποιεί, που βεβαιώνει κάτι
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πιστοποιητικό
βλ. πιστοποιητικό.