-ον, Α1. αυτός που έχει από κάτω τροχούς, ὑπότροχος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόκυκλον(κατά τον Ησύχ.) «ὑπόκυκλατοὺς ἀστραγάλους τοὺς ὑποτιθεμένους τῷ πυθμένι τῶν τριπόδων».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κύκλος (πρβλ. ἔγκυκλος)].