ἔγκυκλος
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ἔγκυκλον,
A circular, δίνη Epicur.Ep.2p.52U.; round, Matro Conv.116, Ezek.Exag.77. Adv. ἐγκύκλως Gal.18(2).439.
II ἔγκυκλον, τό, woman's upper garment, Ar.Th.261, Lys.113; ἔγκυκλον ποικίλον IG2.754.48.
III ἔγκυκλα· τὰ ἐγκυκλούμενα τῷ βίῳ καὶ συνήθη, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
I 1circular, que gira en círculo δίνη ἀέρος ἔ. Epicur.Ep.[3] 112
•en medic. un tipo de vendaje circular Gal.18(2).732.
2 redondo πλακοῦς Matro SHell.534.115, περίδρομος Ath.Mech.13.7
•fig. βάρος πέτρης ... ἔγκυκλον de una rueda de molino AP 9.21 (Anon.)
•en uso pred. en círculo ἐγὼ δὲ εἰσεῖδον γῆν ἅπασαν ἔγκυκλον y yo contemplé la tierra en todo su perímetro Ezech.77.
3 con dibujo de círculos o lunares (ταινίαι) PCair.Zen.696.5 (III a.C.).
II subst.
1 τὸ ἔγκυκλον = bata o ropón de mujer τοὔγκυκλον Ar.Ec.536, cf. Lys.113, 1162, Th.261, Fr.332.8, ποικίλον IG 22.1514.48 (IV a.C.), cf. Ael.VH 7.9, Poll.7.53, Phot.s.u. παράπηχυ.
2 dibujo de círculos ταπήτιν μετὰ τῶν ἐγκύκλων SB 14625.7 (V/VI d.C.).
3 ἔγκυκλα· τὰ ἐγκυκλούμενα τῷ βίῳ, καὶ συνήθη Hsch.
III adv. ἐγκύκλως = en círculo, en redondo πάντες οἱ περιέχοντες ἐ. σύνδεσμοι Gal.18(2).439, cf. 729, 731.
German (Pape)
[Seite 711] = ἐγκύκλιος, kreisförmig, rund; πλακοῦς Matro bei Ath. IV, 137 b; Ep. ad. 420 (IX, 21); – τὸ ἔγκυκλον, ein Oberkleid der Frauen, Ar. Th. 261 Lys. 113. 1162; Ael. V. H. 7, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est en cercle, rond ; τὸ ἔγκυκλον sorte de vêtement de femme.
Étymologie: ἐν, κύκλος.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκυκλος: круглый (βάρος πέτρης Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκυκλος: -ον, κυκλικός, στρογγύλος, μέγαν ἔγκυκλον... πλακοῦντα Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β, Ἀριστ. περὶ Ξενοφάν. 2. 14. ΙΙ. ἔγκυκλον, τό, γυναικεῖον ἱμάτιον, «ἰστέον δὲ ὅτι, καθάπερ ὁ ἑανὸς οὕτω καὶ τὸ ἔκκυκλον ἢ ἔγκυκλον, οὗ καὶ ὁ κωμικὸς μέμνηται, γυναικεῖον ἦν ποτε φόρημα, φησὶ γοῦν Παυσανίας ὅτι ἔγκυκλον περιπόρφυρον ἱμάτιον καὶ χιτὼν γυναικεῖος, ὃν ἔνδοθεν ἐνδύονται γυναῖκες, εἶτα τὸ ἔνδυμα» (Εὐστ. Ἰλ. 976. 13), Ἀριστοφ. Θεσμ. 261, Λυσ. 113, Συλλ. Ἐπιγρ. 115. 50.
Greek Monolingual
ἔγκυκλος, -ον (AM)
κυκλικός, στρογγυλός
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔγκυκλος
η εγκύκλιος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔγκυκλον
γυναικείο ιμάτιο.
Translations
circular
Arabic: دَائِرِيّ; Armenian: շրջանաձև, բոլորաձև, շրջանագծային; Asturian: circular; Belarusian: кругавы, круглы; Bengali: বৃত্তাকার, গোলাকার; Bulgarian: кръгов, кръ́гъл; Burmese: ဝိုင်း; Catalan: circular; Czech: kulatý; Danish: rund, cirkulær; Dutch: rond; Esperanto: cirkla; Finnish: ympyrä-, ympyrän muotoinen, pyöreä, pyörivä; French: circulaire, rond; Galician: circular; Georgian: წრიული; German: rund, Kreis-, kreisartig, kreisförmig, kreisend; Greek: κυκλικός; Ancient Greek: γύριος, γυροειδής, ἐγκύκλιος, ἔγκυκλος, κυκλικός, κύκλιος, κυκλοτερής, κυκλωτός; Hindi: वृत्तीय, वर्तुल, गोल, वृत्ताकार; Hungarian: körkörös; Ido: cirkla, cirklala, cirklatra; Indonesian: bundar; Irish: ciorclach; Italian: circolare; Japanese: 丸い; Macedonian: кружен; Chinese Mandarin: 圓/圆; Maori: porohita, porowhita; Northern Kurdish: bazineyî, bazinî; Pashto: ګرد; Persian: دایره; Plautdietsch: runt; Polish: okrągły; Portuguese: circular, redondo, arredondado; Romanian: circular, de cerc; Russian: круглый, округлый, круговой; Sanskrit: मण्डल; Scottish Gaelic: cearcaill, cearclach; Spanish: circular; Sundanese: bunder; Swedish: cirkulär, rund, cirkulär, cirkelformad, ringformad; Turkish: dairesel; Ukrainian: круглий, круговий; Volapük: sirkafomik, klöpik