ὑπότροχος

From LSJ

πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπότροχος Medium diacritics: ὑπότροχος Low diacritics: υπότροχος Capitals: ΥΠΟΤΡΟΧΟΣ
Transliteration A: hypótrochos Transliteration B: hypotrochos Transliteration C: ypotrochos Beta Code: u(po/troxos

English (LSJ)

ὑπότροχον, on wheels, μηχανήματα Ph. Bel.85.39; πορεῖα Plb.8.34.11; σχεδία Ath.Mech.9.15, cf. D.S.20.48,91, Onos.42.3; δίφρος (for babies) Sor.1.114.

German (Pape)

[Seite 1237] worunter Räder sind, auf Rädern beweglich, πορεῖα, Pol. 8, 36, 11; D. Sic. 20, 48. 91.

Russian (Dvoretsky)

ὑπότροχος: передвигающийся на колесах (πορεῖα Polyb.; τὸ βάρος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπότροχος: -ον, ὁ ἔχων τροχοὺς ὑποκάτω, κινούμενος ἐπὶ τροχῶν, πορείων ὑποτρόχων κατασκευασθέντων Πολύβ. 8. 36, 11, πρβλ. Διόδ. 20. 48, 91.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για οχήματα ή άλλες κατασκευές) αυτός που έχει τροχούς αποκάτω, τροχοφόρος (α. «μηχάνημα ὑπότροχον», Σχόλ. Αριστοφ.
β. «ὑπότροχα πορεῖα», Πολ.
γ. «ὑπότροχος δίφρος» — παιδικό καροτσάκι, Σωρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τροχός (πρβλ. πρότροχος)].