Νύσιος

Revision as of 14:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Nysa.
Étymologie: v. Νυσήϊος.

Greek Monolingual

Νύσιος, -ία, -ον (Α) Νύσα
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νύσα, πόλη ή τόπο αφιερωμένο στον Διόνυσο
2. (το αρσ. ως προσηγορικό) ὁ νύσιος
το φυτό κισσός
3. φρ. «Νυσίαι νύμφαι» — οι Νυσηίδες.

Russian (Dvoretsky)

Νύσιος: (ῠ) HH, Soph. = Νυσαῖος I.