ἑκηβόλος, -ον και δωρ. τ. ἑκαβόλος, -ον (Α)1. αυτός που βάλλει από μακριά ή με ευστοχία2. (για βλήμα) αυτό που ρίχνεται μακριά3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἑκηβόλοςο επιδέξιος τοξότης4. φρ. «ἑκηβόλος μάχη» — μάχη που διεξάγεται από μακριά.