ἑκαβόλος
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ἑκαβόλον Dor. for ἑκηβόλος.
Spanish (DGE)
v. ἑκηβόλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκᾱβόλος: -ον, Δωρ. τύπος ἀντὶ τοῦ ἑκηβόλος.
English (Slater)
ἑκᾱβόλος far-shooting epithet of Apollo. Πάριος ἑ[καβόλος βροτη]σίῳ δέμαι θεὸς (Pae. 6.79) οὐδ' ἀνέμους ἔ[λ]α[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον (Pae. 6.111) λιτανεύω, ἑκαβόλε (P. 9.38) ἑκαβόλε fr. 140a. 61 (35).