εγκύκλιος

Revision as of 14:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο και -ος, -ο (AM ἐγκύκλιος, -ον)
1. «εγκύκλιος παιδεία», «εγκύκλιες σπουδές», «ἐγκύκλιοι σπουδαί», «εγκύκλια γράμματα» — οι πρώτες, απαραίτητες, βασικές γνώσεις προτού κανείς αρχίσει να ειδικεύεται
2. οι ανθρωπιστικές σπουδές, γραμματική, διαλεκτική, ρητορική, γεωμετρία, αστρολογία, αριθμητική, μουσική
μσν.- νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ.ἐγκύκλιος και «ἐγκύκλιος ἐπιστολή, διαταγή» — επιστολή ή διαταγή που απευθύνεται σε πολλούς παραλήπτες, υφιστάμενες αρχές ή άτομα
αρχ.
1. κυκλικός
2. περιοδικός
3. φρ. «ἐγκύκλιοι λειτουργίαι» — ετήσιες χορηγίες, γυμνασιαρχίες κ.λπ.