κυβιστής

Revision as of 15:19, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = Κυβιστητής (tumbler), dub. in M.Bulard La relig. domestique dans la colonie ital. de Délos 482 (vase).

Greek Monolingual

κυβιστής, ὁ (AM)
μσν.
πιθ. κυβευτής
αρχ.
θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυβιστητήρ, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς].