ἄπατος

Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

English (LSJ)

ον, (ἄτη)

   A immune from punishment, Leg.Gort.2.1, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπατος: ὁ μὴ ὑπεύθυνος, ἀπηλλαγμένος πάσης εὐθύνης ἢ ἐνοχῆς [V], Νομοθεσία Γορτυν. Κρήτης ΙΙ1, IV17· Κομπαρ. 152V6, κτλ.

Spanish (DGE)

-ον
de pers. inmune, que no puede ser castigado, ICr.4.72.2.1 (V a.C.), cf. 2.12.3.5 (Eleuterna V/IV a.C.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (με μου, σου, του)
εγώ ο ίδιος, μόνος μου, ατός μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από φρ. όπως απ' αυτού, απ' αυτόν, απ' αυτής κ.λπ. > ονομ. απαυτός > απατός, με παρετυμολογία προς το ατός].

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
1. ο χωρίς πάτο, χωρίς πυθμένα
2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άπατα τα πολύ βαθιά μέρη της θάλασσας
3. επίρρ. «πήγε άπατα» — βυθίστηκε, πνίγηκε.
(II)
ἄπατος, -ον (Α) άτη
αυτός που έχει απαλλαγεί από ευθύνη ή ενοχή.