άτη
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
Greek Monolingual
ἄτη, η (Α)
1. σύγχυση φρενών, συσκότιση του νου σταλμένη από τους θεούς
2. (ως κύριο ὁν.) ἡ Ἄτη
θεά της καταστροφής, αιτία απερίσκεπτων πράξεων
3. η απερισκεψία και οι συνέπειές της
4. ενοχή, αμαρτία
5. σκοτοδίνη, ζάλη
6. όλεθρος, καταστροφή
7. πληθ. αἱ ἄται
καταστροφικά τεχνάσματα
8. πλήγματα, χτυπήματα της μοίρας
9. (για πρόσωπα) ολέθριος, καταστροφικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ᾱτη < αFάτη (πρβλ. αυάτα, Αλκαίος, Πίνδαρος), με σίγηση του -F- και συναίρεση, ρηματικό όνομα του αάω. Ο τ. άτη με α βραχύ, γνωστός από τον Αρχίλοχο, είναι ή εσφαλμένη γραφή ή υστερογενής διόρθωση. Ο όρος άτη χρησιμοποιείται στον Όμηρο με ηθική σημασία («σφάλμα, παρεκτροπή, απάτη»)), στη δε Ιλιάδα πρωτοεμφανίζεται και θεά Άτη. Ηθική ομοίως σημασία προσλαμβάνει η λ. και στους τραγικούς, όπου σημαίνει την «πλάνη, συμφορά», σημασία που είναι άγνωστη στην αττική πεζογραφία. Τέλος, στη δωρική διάλεκτο απαντά ως δικανικός όρος για να δηλώσει «τη βλάβη», απ' όπου προέκυψε αργότερα η σημασία «του προστίμου» — στην αττική ισοδυναμεί με τη λ. ζημία.
ΠΑΡ. αρχ. ατηρός].