άτη

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek Monolingual

ἄτη, η (Α)
1. σύγχυση φρενών, συσκότιση του νου σταλμένη από τους θεούς
2. (ως κύριο ὁν.) ἡ Ἄτη
θεά της καταστροφής, αιτία απερίσκεπτων πράξεων
3. η απερισκεψία και οι συνέπειές της
4. ενοχή, αμαρτία
5. σκοτοδίνη, ζάλη
6. όλεθρος, καταστροφή
7. πληθ. αἱ ἄται
καταστροφικά τεχνάσματα
8. πλήγματα, χτυπήματα της μοίρας
9. (για πρόσωπα) ολέθριος, καταστροφικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. ᾱτη < αFάτη (πρβλ. αυάτα, Αλκαίος, Πίνδαρος), με σίγηση του -F- και συναίρεση, ρηματικό όνομα του αάω. Ο τ. άτη με α βραχύ, γνωστός από τον Αρχίλοχο, είναι ή εσφαλμένη γραφή ή υστερογενής διόρθωση. Ο όρος άτη χρησιμοποιείται στον Όμηρο με ηθική σημασίασφάλμα, παρεκτροπή, απάτη»)), στη δε Ιλιάδα πρωτοεμφανίζεται και θεά Άτη. Ηθική ομοίως σημασία προσλαμβάνει η λ. και στους τραγικούς, όπου σημαίνει την «πλάνη, συμφορά», σημασία που είναι άγνωστη στην αττική πεζογραφία. Τέλος, στη δωρική διάλεκτο απαντά ως δικανικός όρος για να δηλώσει «τη βλάβη», απ' όπου προέκυψε αργότερα η σημασία «του προστίμου» — στην αττική ισοδυναμεί με τη λ. ζημία.
ΠΑΡ. αρχ. ατηρός].