ἑσπερόμορφος

Revision as of 07:57, 30 January 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ον,

   A dark, shadowy, Tz.H.11.224.

German (Pape)

[Seite 1043] von abendlicher, finsterer Gestalt, Tzetz.

Greek Monolingual

ἑσπερόμορφος, -ον (Μ)
ο σκοτεινός, αυτός που έχει τη μορφή εσπέρας («νυκτερίου εἴδωλον δαίμονος ἑσπερόμορφον», Τζέτζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έσπερος + -μορφος < μορφή.