εξειλώ

Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Greek Monolingual

ἐξειλῶ, -έω (AM) ειλώ
1. ανοίγω («ἕκαστον γοῡν [τῶν βιβλίων] ἤν ἐξειλήσῃς, δρᾱμα οὐ μικρὸν εὑρήσεις», Λουκιαν.)
2. μέσ. ἐξειλοῡμαι
ξεφεύγω («τὸ ψυχάριον ἀπὸ τοῦ σώματος ἐξειλεῑται», Μάρκ. Αυρήλ.)
3. απομακρύνομαι, ξεκόβω.