ἐνρίπτω (Α) ρίπτωρίχνω κάτι πάνω ή μέσα σε κάτι(«ὁ δὲ πρῶτος ἀνελθὼν ἐνρίπτει ἑαυτὸν κατὰ τοῦ τείχους ἐς τὴν πόλιν», Αρρ.).