ρίπτω

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source

Greek Monolingual

ΜΑ
βλ. ρίχνω.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό ρίζα ριπ-. Θέμα ριπ + πρόσφυμα τ + ω → ρίπτω.
Παράγωγα: ριπή, ρίπημα, ριπίς -ίδος, ριπίζω (=φυσῶ, ἀνε-μίζω), ρίπισις, ρίπισμα, ριπιστήρ, ριπιστήριον, ριπιστός, ριπίδιον (ὑποκορ.), ριπτάζω (θαμιστικό), (=ρίχνω ἐδῶ κι ἐκεῖ), ριπτέω ριπτῶ, ριπτός, Εὔριπος, ρίψ -ριπός (=ψάθα), ρῖψις, ρίψασπις (=αὐτός πού ρίχνει τήν ἀσπίδα του στή μάχη, δειλός), ριψοκίνδυνος, ριψοκινδυνῶ, ρίψοπλος, ρῖμμα (=τίναγμα), καί τό νεοελλ. ἀπορρίμματα.