ἀνοιγή, η (Α) ανοίγωάνοιγμα, άπλωμα («ἀνοιγὴν δὲ χειρῶν Αὐτοῦ καὶ τὴν τοὺ Σταυροῡ ἔκτασιν χρὴ λογίζεσθαι», Ιω. Χρυσόστομος).