ανοιγή

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek Monolingual

ἀνοιγή, η (Α) ανοίγω
άνοιγμα, άπλωμα («ἀνοιγὴν δὲ χειρῶν Αὐτοῦ καὶ τὴν τοὺ Σταυροῦ ἔκτασιν χρὴ λογίζεσθαι», Ιω. Χρυσόστομος).