λυχνοῦχος

Revision as of 12:37, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

English (LSJ)

ὁ, (ἔχω)

   A lampstand, καὶ τὸν λ. ἔκφερ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον Pherecr.40; διαστίλβονθ' ὁρῶμεν ὥσπερ ἐν καινῷ λ. Ar.Fr.8; ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Alex.102, cf. Lys.Fr.83.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνοῦχος: ὁ, (ἔχω) λυχνοστάτης ἐφ’ οὗ ὁ λύχνος ἐτοποθετεῖτο, καὶ τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ’ ἐνθεὶς τὸν λύχνον Φερεκ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 5· διαστίλβονθ’ ὁρῶμεν ὥσπερ ἐν καινῷ λυχνούχῳ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 114· ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον Ἄλεξ. ἐν «Κηρυττομένῳ» 1, πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 51, Bgk. ἐν Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ 1060, Λοβ. Φρύν. 60.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
flambeau ou lanterne.
Étymologie: λύχνος, ἔχω.

Greek Monolingual

λυχνοῡχος, ὁ (Α)
ο λυχνοστάτης («ἐξελὼν ἐκ τοῦ λυχνούχου τὸν λύχνον», Αλεξ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -οῦχος (< ἔχω)].

Russian (Dvoretsky)

λυχνοῦχος: ὁ подставка для светильника Arph., Plut.