ολυμπιονίκης

Revision as of 12:45, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

Greek Monolingual

ο (Α ὀλυμπιονίκης και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκας)
(ως ουσ. και ως επίθ.) νικητής σε Ολυμπακούς Αγώνες (α. «ζήσουσί τε τοῦ μακαριστοῦ βίου, ὃν οἱ ὀλυμπιονῑκαι ζῶσι», Πλάτ.
β. «Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + -νίκης (< νίκη), πρβλ. πυθιο-νίκης].