ὀλυμπιονίκης
English (LSJ)
ου, Doric Ὀλυμπιονίκας, α, ὁ, conqueror in the Olympic games, Pi. O. 6.4, al., Hdt. 5.47, 71, And. 4.33, Pl.R. 465d, Arist. Rh. 1365a25. as Adj., Ὀ. ὕμνος, τεθμός, Pi. O. 3.3, 7.88.
German (Pape)
[Seite 328] ὁ, der Sieger in den olympischen Spielen, Pind. Ol. 6, 4 u. öfter; auch adj., die olympischen Spiele betreffend, ὀλυμπιονίκαν ὕμνον, 3, 3, κῶμον, 4, 9.
Greek Monolingual
ο (Α ὀλυμπιονίκης και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκας)
(ως ουσ. και ως επίθ.) νικητής σε Ολυμπακούς Αγώνες (α. «ζήσουσί τε τοῦ μακαριστοῦ βίου, ὃν οἱ ὀλυμπιονῖκαι ζῶσι», Πλάτ.
β. «Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + -νίκης (< νίκη), πρβλ. πυθιονίκης].
Russian (Dvoretsky)
ὀλυμπιονίκης:
I дор. οὐλυμπιονίκας, ου (ῑ) ὁ победитель на олимпийских играх Pind., Xen.
ου adj. m связанный с победой на Олимпийских играх (τεθμός, ὕμνος Pind.).