ολυμπιονίκης
From LSJ
Greek Monolingual
ο (Α ὀλυμπιονίκης και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκας)
(ως ουσ. και ως επίθ.) νικητής σε Ολυμπακούς Αγώνες (α. «ζήσουσί τε τοῦ μακαριστοῦ βίου, ὃν οἱ ὀλυμπιονῖκαι ζῶσι», Πλάτ.
β. «Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + -νίκης (< νίκη), πρβλ. πυθιονίκης].