παρασχίζω

Revision as of 12:50, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

English (LSJ)

   A rip up lengthwise, slit up, π. παρὰ τὴν λαπάρην Hdt.2.86 ; open fish, Alex.133.4 :—Pass., τὸ παρεσχισμένον σῶμα D.S.1.91 ; ἱμάτια παρεσχισμένα παρὰ μῆκος Polyaen. 6.49.

German (Pape)

[Seite 501] daneben, an der Seite spalten, hauen, aufschlitzen; λίθῳ ὀξέϊ παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην, Her. 2, 86; bes. von Fischen, Epicharm. bei Ath. VII, 309 f, vgl. Alexis ib. 322 d; Sp., wie Ael. H. A. 17, 31, τῶν ὀΐων παρασχίσαντες τὴν πλευράν.

Greek (Liddell-Scott)

παρασχίζω: σχίζω κατὰ μῆκος, παρ. παρὰ τὴν λαπάρην Ἡρόδ. 2. 86· ἀνοίγω ἰχθύν, σχίζω τὴν κοιλίαν του, Ἐπίχ. 82. 5. Ahr., Ἄλεξ. ἐν «Λευκ.» 1· π. τὸ σῶμα Διόδ. 1. 91. - Μέσ., π. ἱμάτια παρὰ μῆκος Πολύαιν. 6. 49.

French (Bailly abrégé)

1 fendre sur le côté;
2 faire une incision auprès de, acc..
Étymologie: παρά, σχίζω.

Greek Monolingual

Α
1. σχίζω κατά μήκος, κόβω κοντά σε κάτι, διανοίγω («λίθῳ ὀξέει παρασχίσαντες παρὰ τὴν λαπάρην», Ηρόδ.)
2. (ενεργ. και παθ.) ανοίγω, σχίζω κατά μήκος (α. «πρὸς δὲ τήν θεραπείαν τοῦ παρεσχισμένου σώματος», Διόδ. Σικ.
β. «ἱμάτια κατά μήκος παρασχιζόμενα», Πολύαιν.).

Greek Monotonic

παρασχίζω: μέλ. -σω, σχίζω κατά μήκος, ξεσχίζω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

παρασχίζω: рассекать, разрезывать сбоку (παρὰ τὴν λαπάρην Her.; τὸ σῶμα Diod.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-σχίζω (aan de zijkant) opensnijden.

Middle Liddell

fut. σω
to rip up lengthwise, slit up, Hdt.