intercourse

Revision as of 10:29, 25 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">1, 3</b>" to "1, 3")

English > Greek (Woodhouse)

subs.

P. and V. ὁμιλία, ἡ, κοινωνία, ἡ, συνουσία, ἡ, P. ἐπιμιξία, ἡ, κοινωνήματα, τά, V. συναλλαγαί, αἱ. Want of mutual intercourse: P. ἀμιξία ἀλλήλων (Thuc. 1, 3). I bear with me a curse that bars all friendly intercourse: V. οὐ γὰρ ἄτας εὐπροσηγόρους φέρω (Eur., H.F. 1284). Friendship: P. and V. φιλία, ἡ, ὁμιλία, ἡ, P. χρεία, ἡ, συνήθεια, ἡ. Have intercourse with, v.: P. and V. ὁμιλεῖν (dat.), προσομιλεῖν (dat.), κοινωνεῖν (dat.), κοινοῦσθαι (dat.), συναλλάσσειν (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), συνεῖναι (dat.), συγγίγνεσθαι (dat.), πλησιάζειν (dat.) (Dem. 925), συμμίγνυσθαι (pass) (dat.), P. ἐπιμιγνύναι (or pass.) (dat.), ἐπιμίσγειν (absol.), Ar. and P. συμμιγνύναι (dat.).