subs.
P. and V. γέλως, ὁ. Mockery: P. and V. γέλως, ὁ, κατάγελως, ὁ, V. κερτόμησις, ἡ, P. χλευασία, ἡ, χλευασμός. ὁ. Object of malicious laughter: V. ἐπίχαρμα, τό.