ἐπίχαρμα
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
-ατος, τό,
A object of malignant joy, E.HF459, Theoc.2.20, Posidipp.42: condemned by Poll.3.101.
II malignant joy, E. Ph.1555 (pl., anap.).
German (Pape)
[Seite 1002] τό, die Freude über Etwas, bes. über das Unglück Anderer, Schadenfreude, Eur. Phoen. 1549. – Gegenstand der Schadenfreude, Herc. Für. 459; Posidipp. bei Poll. 3, 101, der das Wort tadelt; Theocr. 2, 20; LXX.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 malheur dont les autres se réjouissent, objet d'une joie maligne;
2 joie maligne.
Étymologie: ἐπιχαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίχαρμα: ατος τό1) предмет (чьего-л.) злорадства Eur., Theocr.;
2) злорадство Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχαρμα: τό, (ἐπιχαίρω) ᾧτινι ἐπιχαίρει τις ἐπιχαιρησικάκως, ἔτεκον μὲν ὑμᾶς, πολεμίοις δ’ ἐθρεψάμην ὕβρισμα κἀπίχαρμα καὶ διαφθορὰν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 459, Θεόκρ. 2. 20. ΙΙ. χαιρεκακία, Εὐρ. Φοίν. 1555.
Greek Monolingual
ἐπίχαρμα, τὸ (AM)
το αντικείμενο της επιχαιρεκακίας, εκείνος που προκαλεί σε κάποιον την επιχαιρεκακία
αρχ.
η χαιρεκακία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χάρ-μα < θ. χαρ- (πρβλ. έ-χάρ-ην)].
Greek Monotonic
ἐπίχαρμα: -ατος, τό (ἐπιχαίρω)·
I. αντικείμενο μνησίκακης χαράς, σε Ευρ., Θεόκρ.
II. μοχθηρή ευχαρίστηση, χαιρεκακία, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἐπίχαρμα, ατος, τό, ἐπιχαίρω
I. an object of malignant joy, Eur., Theocr.
II. malignant joy, Eur.
English (Woodhouse)
object for rejoicing, object of exultation, object of malicious joy, object of malicious laughter, object of mockery