apprehend
English > Greek (Woodhouse)
v. trans.
arrest: P. and V. συλλαμβάνειν, συναρπάζειν; see arrest.
grasp with the mind: P. and V. λαμβάνειν, κατέχειν, νοεῖν, αἰσθάνεσθαι, ἅπτεσθαι (gen.), γιγνώσκειν, P. καταλαμβάνειν, ἐφάπτεσθαι (gen.); see grasp.
fear: P. and V. φοβεῖσθαι; see fear.
anticipate: P. and V. προσδοκᾶν, προσδέχεσθαι.