grasp

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435

English > Greek (Woodhouse)

Woodhouse page for grasp - Opens in new window

verb transitive

P. and V. λαμβάνεσθαι; (gen.), ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), Ar. and V. λάζυσθαι; (acc. or gen.), V. ἀντιλάζυσθαι; (gen.); see seize.

touch: P. and V. ἅπτεσθαι; (gen.), V. ψαύειν; (gen.) (rare P.), θιγγάνειν (gen.) (Xen. also but rare P.), προσθιγγάνειν (gen.); see touch.

embrace: P. and V. ἀσπάζεσθαι, V. περιπτύσσειν; (Plato also but rare P.), προσπτύσσειν, ἀμφιβάλλειν, περιβάλλειν, ἀμπίσχειν.

grasp with the mind: P. and V. μανθάνειν, συνιέναι (acc. or gen.), ὑπολαμβάνειν (rare V.), ἅπτεσθαι (gen.), νοεῖν (or mid.), ἐννοεῖν (or mid.), Ar. and P. διανοεῖσθαι, P. καταλαμβάνειν, συλλαμβάνειν, κατανοεῖν, καταμανθάνειν, ἐφάπτεσθαι (gen.), V. συναρπάζειν φρενί.

verb intransitive be grasping: P. πλεονεκτεῖν.

substantive

embrace: P. and V. περιβολαί, αἱ (Xen.), V. ἀσπάσματα, τά, περιπτυχαί, αἱ, ἀμφιπτυχαί, αἱ.

hand: P. and V. χείρ, ἡ.

mental grasp, perception: P. and V. αἴσθησις, ἡ.

mental capacity: P. and V. φρόνησις, ἡ.