grasp
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. λαμβάνεσθαι; (gen.), ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀνθάπτεσθαι (gen.), Ar. and V. λάζυσθαι; (acc. or gen.), V. ἀντιλάζυσθαι; (gen.); see seize.
touch: P. and V. ἅπτεσθαι; (gen.), V. ψαύειν; (gen.) (rare P.), θιγγάνειν (gen.) (Xen. also but rare P.), προσθιγγάνειν (gen.); see touch.
embrace: P. and V. ἀσπάζεσθαι, V. περιπτύσσειν; (Plato also but rare P.), προσπτύσσειν, ἀμφιβάλλειν, περιβάλλειν, ἀμπίσχειν.
grasp with the mind: P. and V. μανθάνειν, συνιέναι (acc. or gen.), ὑπολαμβάνειν (rare V.), ἅπτεσθαι (gen.), νοεῖν (or mid.), ἐννοεῖν (or mid.), Ar. and P. διανοεῖσθαι, P. καταλαμβάνειν, συλλαμβάνειν, κατανοεῖν, καταμανθάνειν, ἐφάπτεσθαι (gen.), V. συναρπάζειν φρενί.
verb intransitive be grasping: P. πλεονεκτεῖν.
substantive
embrace: P. and V. περιβολαί, αἱ (Xen.), V. ἀσπάσματα, τά, περιπτυχαί, αἱ, ἀμφιπτυχαί, αἱ.
mental grasp, perception: P. and V. αἴσθησις, ἡ.
mental capacity: P. and V. φρόνησις, ἡ.