συνωφρυωμένος
English (LSJ)
συνωφρυωμένη or ξυνωφρυωμένος, ξυνωφρυωμένη = frowning, frowned, scowling, gloomy, anxious, with knitted brows, overcast, sullen, pensive, overcast. See also: συνοφρυόομαι or συνοφρυοῦμαι.
συνωφρυωμένη or ξυνωφρυωμένος, ξυνωφρυωμένη = frowning, frowned, scowling, gloomy, anxious, with knitted brows, overcast, sullen, pensive, overcast. See also: συνοφρυόομαι or συνοφρυοῦμαι.