sullen
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. δύσκολος, δυσάρεστος, δυσχερής, P. δύστροπος, V. στυγνός.
of looks: P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός, δύσφρων, συνωφρυωμένος.
look sullen: v. Ar. and P. σκυθρωπάζειν, V. σκυθράζειν.