ἄαδα: {áada}Meaning: ἔνδεια. Λάκωνες H. s. ἅδην. —Derivative: ἀαδεῖν· ἀπορεῖσθαι, ἀσιτεῖν H. s. ἅδην;Etymology : im Sinn von ὀχλεῖν, λυπεῖσθαι, ἀδικεῖν s. ἁνδάνω, ἡδύς.Page 1,2