γλία

Revision as of 14:30, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ἡ,

   A glue, EM234.24, Suid.; cf. γλοιός.

Greek (Liddell-Scott)

γλία: ἡ, κόλλα, Σουΐδ., κτλ.· γλίνα Ἐτυμ. Μ. 234. 26· γλήνη παρὰ τῷ Ἀρκαδ. 111· καὶ τὸ ἐπίθ. γλινώδης, ες, (Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 471) γράφεται γληνώδης ἐν Γεωπ. 2. 6, 35 καὶ 41.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cola, goma Hsch., Eust.1560.32, EM 234.24G., cf. γλοιός.

Greek Monolingual

η
βλ. γλοία.

{{etym |etymtx=γλίνη, [[γλίον See also: s. γλοιός. }}

Frisk Etymology German

γλία: γλίνη, γλίον
{glía}
See also: s. γλοιός.
Page 1,312