καῦρος

Revision as of 14:55, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

(on the accent, v. Hdn.Gr.1.193), α, ον,

   A = κακός, S.Fr. 1059.

Greek (Liddell-Scott)

καῦρος: (Ἀρκάδ. 69. 21), α, ον, = κακός, Σοφ. Ἀποσπ. 895.

Greek Monolingual

καῡρος και καυρός, -α, -ον (Α)
κακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία εικασία είναι προϊόν συμφυρμού τών καύνος και παῡρος].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: = κακός (S. Fr. 1059, Phot., H.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Güntert Reimwortbildingen 131 assumes a cross of παῦρος and καυνός = κακός (vgl. d. W.). Also a cross of κακός and παῦρος seems possible. For these suggestions there is no support. Nothing is certain.

Frisk Etymology German

καῦρος: {kaũros}
Grammar: = κακός (S. Fr. 1059, Phot., H.).
Etymology : Nach Güntert Reimwortbildungen 131 Kreuzung von παῦρος und καυνός = κακός (vgl. d. W.). Auch eine Kreuzung von κακός und παῦρος ließe sich denken.
Page 1,803