πόρπημα, Hsch.
[Seite 431] τό, = ἔχμα, Halt, Fessel, Hesych., der es auch πόρπημα erkl.
ὄχμα: τό, (ἔχω) ὡς τὸ ἔχμα, «πόρπημα» Ἡσύχ.
ὀχμάζω, ὄχμος See also: s. 1. ἔχω.
ὄχμα: ὀχμάζω, ὄχμος{ókhma}See also: s. 1. ἔχω.Page 2,457