ὀχμάζω

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχμάζω Medium diacritics: ὀχμάζω Low diacritics: οχμάζω Capitals: ΟΧΜΑΖΩ
Transliteration A: ochmázō Transliteration B: ochmazō Transliteration C: ochmazo Beta Code: o)xma/zw

English (LSJ)

A grip fast, E.Cyc.484 (anap.); μέσον τινὰ ὀ. Id.Or.265; τὸν λεωργὸν ὀχμάσαι.. ἐν ἀρρήκτοις πέδαις bind him fast, A.Pr.5; τίς ἐν φάραγγί σ' ὤχμασεν;ib.618; ἵππον τ' ὀχμάζει he makes the horse obedient to the bit, E.El.817 (and this, acc. to Sch.A.R.1.743, is the proper sense).
II bear, carry, Ἄρεος ὀχμάζουσα.. σάκος A.R.1.743; uphold, φελλοὶ.. δόλον Opp.H.3.374.

German (Pape)

[Seite 431] = ἐχμάζω, halten, befestigen, fassen; ὅστις ἐν φάραγγί σ' ὤχμασεν, Aesch. Prom. 621, vgl. 5; μέσον μ' ὀχμάζεις, Eur. Or. 265; ἵππους, Rl. 817; τὰς μὲν συνοχηδὸν ὤχμασε θώμιξ, Archi. 23 (IX, 343); – tragen, stützen, σάκος, Ap. Rh, 1, 743; Opp. H. 3, 374.

French (Bailly abrégé)

ao. ὤχμασα;
tenir assujetti, retenir fortement, acc..
Étymologie: ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ὀχμάζω:
1 крепко хватать, обхватывать (μέσον τινά Eur.);
2 привязывать, приковывать (ἐν φάραγγί τινα Aesch.);
3 укрощать, обуздывать (ἵππους Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀχμάζω: λαμβάνω τι καὶ κρατῶ αὐτὸ στερεῶς, Εὐρ. Κύκλ. 484˙ μέσον τινὰ ὀχμ. ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 265˙ τὸν λεωργὸν ὀχμάσαι .. ἐν ἀρρήκτοις πέδαις, «δῆσαι, συνδῆσαι, προσπῆξαι» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Πρ. 5˙ τίς ἐν φάρραγί σ’ ὤχμασεν; αὐτόθι 618˙ ἵππον τ’ ὀχμάζει, ὑποτάσσει τὸν ἵππον εἰς τὸν χαλινόν, Εὐρ. Ἠλ. 817˙ - καὶ τοῦτο κατὰ τὸν Σχολ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 743, εἶναικυρία σημασία τῆς λέξεως, δηλ. «τὸ ἵππον ὑπὸ χαλινὸν ἀγαγεῖν, ἢ ὑπὸ ὄχημα» (ὅθεν ὁ Schöne προτείνει ὀχμάζεται ἀντὶ τῆς ἐφθαρμένης γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων ἕξεται ἢ ἄξεται, ἐν Σοφ. Ἀντ. 353, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημείωσιν Jebb, ὅστις παρεδέξατο τὴν διόρθωσιν τοῦ Schöne). ΙΙ. φέρω, βαστάζω, Ἄρεος ὀχμάζουσα ... σάκος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 743˙ ἀνέχω, σηκώνω, φελλοὶ ... δόλον Ὀππ. Ἀλ. 3. 374. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀχμάζει˙ βαστάζει. ἐρείδει, θάλπει, συνέχει, κατέχει, πιέζει».

Greek Monolingual

ὀχμάζω (Α) όχμα
1. παίρνω και κρατώ κάτι με δύναμη
2. (σχετικά με άλογο) δαμάζω
3. φέρω, κρατώ
4. σηκώνω πάνω.

Greek Monotonic

ὀχμάζω: μέλ. -σω, κρατώ κάτι σταθερό, σε Ευρ.· τὸν λεωργὸν ὀχμάσαι, τον δένω σφιχτά, σε Αισχύλ.· ἵππον ὀχμάζει, κάνει το άλογο υπάκουο στο χαλινάρι, σε Ευρ.

Middle Liddell


to grip fast, Eur.; τὸν λεωργὸν ὀχμάσαι to bind him fast, Aesch.; ἵππον ὀχμάζει he makes the horse obedient to the bit, Eur.