τιτώ

Revision as of 16:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

οῦς, ἡ,

   A = ἡμέρα, day, Call.Fr.206, Lyc.941.

German (Pape)

[Seite 1121] οῦς, ἡ, poet. = ἡμέρα, der Tag, Callim. fr. 206 u. Lycophr. 541, wo Tzetz. zu vergl., von Titan abgeleitet.

Greek (Liddell-Scott)

τῑτώ: -οῦς, ἡ, = ἡμέρα, Καλλ. Ἀποσπ. 206· οὔπω τὸ τιτοῦς λαμπρὸν αὐγάζον φάος Λυκόφρ. 941.

Greek Monolingual

-οῡς, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το θ. τιτ- του Τιτᾶνες και έχει σχηματιστεί με επίθημα -ώ (πρβλ. Λεχ-ώ)].

Frisk Etymology German

τιτώ: {titṓ}
See also: s. Τιτᾶνες.
Page 2,906