Ἀλεξανδρῖνος
Greek (Liddell-Scott)
Ἀλεξανδρῖνος: -η, -ον, ὁ ἐξ Ἀλεξανδρείας, Πολύβ. 34, 8, 7, Στράβ. 13. 1, 36, Πράξ. Ἀποστ. κηϳ, 11, κζϳ, 6, Διογ. Λ. 7. 18.
English (Strong)
from the same as Ἀλεξανδρεύς; Alexandrine, or belonging to Alexandria: of Alexandria.
Russian (Dvoretsky)
Ἀλεξανδρῖνος: NT = Ἀλεξανδρεωτικός.
Chinese
原文音譯:'Alexandr‹noj 阿累山得里挪士
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:亞力山太的
字義溯源:亞力山太的;源自 (Ἀλεξανδρεύς)*=亞力山太
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編:
1) 亞力山太的(2) 徒27:6; 徒28:11